< <

Από το Ξυλοπάροικο στην Κόρη

Το να ανέβεις στην Κόρη το χειμώνα δεν είναι και τόσο απλό. Συνήθως ξεκινάς από χαμηλά με ελάχιστο ή και καθόλου χιόνι και όταν φτάνεις εκεί αυτό ξεπερνά το μισό μέτρο, γεγονός που μετατρέπει ένα απλό περπάτημα σε άθλο.

Δυο είναι οι δρόμοι που οδηγούν στον ορεινό οικισμό της Κόρης. Ο πρώτος ξεκινά από το Γοργογύρι και έχει μήκος 8 χιλιόμετρα, σχεδόν εξολοκλήρου ασφάλτινα. Μια πορεία που συχνά κάνουμε όταν τα χιόνια δεν επιτρέπουν την πρόσβαση σε προορισμούς μεγαλύτερου υψομέτρου. Ο δεύτερος ξεκινά από το Ξυλοπάροικο, συνεχίζει σε χωματόδρομο που συναντά τον δρόμο του Γοργογυρίου στο μισό περίπου της διαδρομής του και από εκεί συνεχίζει για την Κόρη. Για την τελευταία μας εξόρμηση επιλέξαμε την δεύτερη διαδρομή μια που δεν την είχαμε ξανακάνει.

Πρωί της Κυριακής λοιπόν στο Ξυλοπάροικο που χτισμένο στις ανατολικές πλαγιές του Κόζιακα σε υψόμετρο 420 μέτρων έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός ημιορεινού οικισμού που βασίζεται στην γεωργοκτηνοτροφία. Με αρκετούς κατοίκους και το χειμώνα, όπως δείχνει η ζωηρή κίνηση στα καφενεία γύρω από την κεντρική πλατεία. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές οι πρώτοι κάτοικοι ήταν Καστοριανοί που κατέφυγαν εδώ κυνηγημένοι από τους Τούρκους τον 19ο αιώνα. Ενδεικτικό των πολλών νερών της περιοχής αποτελεί το γεγονός της ύπαρξης 27 ντριστελών που βρίσκονται ακόμη σε λειτουργία. Επιπλέον πρέπει να αναφέρουμε τη λειτουργία λαογραφικού μουσείου με εκθέματα που σχετίζονται με την τοπική παράδοση.

Από το κέντρο του χωριού ανηφορίζουμε το στενό δρόμο που σύντομα δίνει τη θέση του σε χωματόδρομο. Αφήνοντας πίσω μας τα τελευταία σπίτια και αποφεύγοντας τις διακλαδώσεις προς τα αριστερά που οδηγούν σε μαντριά κατεβαίνουμε αρχικά για να συναντήσουμε ένα μικρό ρέμα. Στην συνέχεια ανηφορίζουμε μέχρι το σημείο που συναντάμε τον κεντρικό δρόμο. Στρίβοντας αριστερά συνεχίζουμε έχοντας όμορφη θέα προς τον κάμπο, όσο τουλάχιστον μπορούμε να δούμε μέσα από τα νέφη που συχνά κατεβαίνουν χαμηλά σκοτεινιάζοντας τον τόπο.

Ακολουθούμε τις ροδιές αυτοκινήτου που προπορεύτηκε. Είναι μια ανέλπιστη βοήθεια αφού το ύψος του χιονιού ολοένα μεγαλώνει και θα μας ανάγκαζε να ανοίγουμε βήματα για την υπόλοιπη διαδρομή. Όχι ότι τώρα η πορεία μας είναι και τόσο εύκολη. Φτάνοντας στην τελευταία στροφή μια ξύλινη ταμπέλα μας ενημερώνει για την είσοδό μας στον οικισμό, σε υψόμετρο 870 μέτρων. Θαμπά στην ομίχλη φαίνονται τα πρώτα σπίτια του.

Ο οικισμός κατέχει έκταση 14.000 στρεμμάτων. Αγοράστηκε το 1882 από ένα Τούρκο και έναν Εβραίο για να αποικιστεί από Σαμαρινιώτες το 1900 που τον έκαναν δεύτερη πατρίδα τους. Οι απόγονοί τους περνούν εδώ τις καλοκαιρινές διακοπές τους. Τότε οι δρόμοι γεμίζουνε από τις φωνές και τα παιχνίδια των παιδιών, το καφενείο μένει ανοιχτό μέχρι αργά το βράδυ, οι άνθρωποι διασκεδάζουν απλά και όμορφα όπως η παράδοσή μας απαιτεί.

Τώρα οι απόηχοι του καλοκαιριού θάφτηκαν κάτω από ένα λευκό άσπρο σεντόνι. Διασχίζοντας τον κεντρικό δρόμο, τα πόδια μας βουλιάζουν ως τα γόνατα. Στις στέγες το χιόνι γλιστρά από το βάρος του, φτάνει ως την άκρη και πέφτει με πάταγο.

Βρίσκουμε καταφύγιο στο κιόσκι του καφενείου για λίγη ξεκούραση. Ένα πρόχειρο φαγητό για να ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας. Στα γρήγορα γιατί το κρύο παγώνει τα χέρια μας. Ώρα για επιστροφή.

Have your say