Ο βοριάς έφερε το χιόνι. Πρόλαβε τις οξιές λίγο πριν ρίξουν τα φύλλα τους και τις έντυσε στα λευκά. Έπειτα ήρθε ο άνεμος που φύσηξε παγωμένος. Μέγας δημιουργός, με το χιόνι σαν πρώτη ύλη σμίλεψε γλυπτά απαράμιλλης τέχνης. Μέσα σε μια νύχτα οι μισοπεθαμένες φτέρες, τα γυμνά κλαδιά, τα ξερά αγκάθια απέκτησαν ενδύματα λαμπερά. Δεν απέμεινε παρά ο άνθρωπος για να εκτιμήσει το μέγεθος της φυσικής ομορφιάς. Κάπου εκεί αρχίζει και ο δικός μας ρόλος.
Όταν ξεκινούσαμε στο παγωμένο Κυριακάτικο πρωινό για την Καστανιά Ασπροποτάμου με σκοπό την ανάβαση στην κορυφή Χιόλι (υψ. 1855 μ.) δεν φανταζόμασταν την εξέλιξη της πορείας μας. Δεν ήμασταν προετοιμασμένοι για τον καταιγισμό εικόνων και συναισθημάτων.
Από το υψόμετρο των 1300 μέτρων, πάνω από τον Αμάραντο, το σκηνικό αλλάζει ριζικά. Το καφεκόκκινα φθινοπωρινά χρώματα διαδέχεται το λευκό. Βαδίζουμε σε δασόδρομο. Ακόμα και το χώμα είναι παγωμένο. Ένα κοπάδι αγελάδες αναζητά το χορτάρι κάτω από το λεπτό στρώμα του χιονιού. Όσο ανεβαίνουμε, η ορατότητα περιορίζεται. Πέφτουν και κάποιες ψιλές νιφάδες. Στην απόλυτη ησυχία κυριαρχεί ο ήχος των βημάτων μας στο κρυσταλλιασμένο χιόνι.
Βγαίνοντας στο διάσελο ο άνεμος ξυρίζει. Παγερός, διαπερνά τα ρούχα, μας προειδοποιεί για το τι θα συναντήσουμε στην κορυφή. Ακολουθούμε το αριστερό παρακλάδι του δρόμου μπαίνοντας στις οξιές. Εδώ ο αέρας αδυνατεί να τρυπώσει. Προφυλαγμένοι, μπορούμε έτσι να απολαύσουμε τη μαγεία του χειμωνιάτικου τοπίου. Πάνω στα φύλλα οι χιονοκρύσταλλοι σωρεύονται, μπλέκονται μεταξύ τους σε τυχαίους συνδυασμούς με αποτελέσματα εντυπωσιακά. Κάνουμε συνεχείς στάσεις για φωτογραφίες, που μικρό μόνο μέρος της πραγματικότητας είναι ικανές να αποδώσουν. Λείπουν οι ήχοι και τα συναισθήματα.
Μετά από πορεία μιάμισης ώρας, ο δρόμος συναντά το μονοπάτι. Ανηφορίζουμε την πλαγιά μέσα σε παγωμένα έλατα. Το χιόνι έγινε ένα με τις βελόνες των φυλλωμάτων. Σε 20’ συναντάμε το υψομετρικό της πρώτης κορυφής. Τυλιγμένοι στο σύννεφο συνεχίζουμε στην κορυφογραμμή. Άλλα 20΄ και τέλος. Το κολωνάκι, η αντένα του ανεμομετρητή και η ομίχλη. Μα πάνω απ όλα ο βοριάς. Που να σταθείς και που να απαγκιάσεις. Παγώνουν τα νύχια μας μέχρι τις ρίζες αν και φοράμε γάντια χοντρά. Σκουφιά, κουκούλες αλλά τα πρόσωπα εκτεθειμένα σε θερμοκρασία πολύ κάτω του μηδενός.
Η αναμνηστική φωτογραφία γύρω από το τριγωνομετρικό και στη συνέχεια η άτακτη υποχώρηση. Τρέχοντας σαν κυνηγημένοι φτάνουμε στο ελατόδασος και από εκεί στις οξιές. Καταφύγιο σίγουρο, μας δίνει την ευκαιρία της ανασυγκρότησης της ομάδας και της ανταλλαγής εντυπώσεων. Μα είναι τόσα πολλά αυτά που ζήσαμε στην πεντάωρη πορεία μας, που θα μπορούσαμε για ώρες να μιλάμε.