< <

Στην καρδιά της Αργιθέας, Βερούσια

Μια ανάβαση που επαναλαμβάνεται μετά από δέκα χρόνια δεν μπορεί παρά να προκαλέσει συνειρμούς. Ανακαλείς μνήμες και γεγονότα. Δέκα χρόνια είναι μια ολόκληρη ζωή.

Ήταν Μάρτης του 2003 όταν ανεβαίναμε για πρώτη φορά στην πλαγιά των Βερουσίων, πάνω από το Ανθηρό της Αργιθέας. Στην κορυφογραμμή το χιόνι ήταν τόσο που βουλιάζαμε ως τη μέση. Μουσκεμένο από την υψηλή θερμοκρασία, έμπαινε στα ρούχα και στα παπούτσια μας. Βρεγμένοι ως το κόκκαλο, η μικρή ομάδα των 8 ατόμων φτάσαμε στην κορυφή με την όμορφη θέα στη ροή του Αχελώου, για να καταλήξουμε ξυπόλητοι στο Ανθηρό, περισσότερο τσουλώντας παρά βαδίζοντας στην χιονισμένη πλαγιά.

Μια ολότελα διαφορετική Κυριακή του φθινοπώρου η σημερινή. Ακολουθούμε τα ίδια χνάρια, με πολύ μεγαλύτερη ομάδα αυτή τη φορά. Από το κέντρο του χωριού, που αποτελεί την καρδιά της Αργιθέας, μιας εκτενούς γεωγραφικής περιοχής που αριθμεί δεκάδες χωριά και οικισμούς, διάσπαρτες στις πλαγιές και στις κοιλάδες των Αγράφων. Το Ανθηρό είναι έδρα του Δήμου Αργιθέας και κατά την απογραφή του 2001 είχε 349 κατοίκους. Η παλαιότερη ονομασία του είναι Μπουκοβίτσα. Χτισμένο σε υψόμετρο 900 μέτρων απέχει από τα Τρίκαλα 70 περίπου χιλιόμετρα. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη μελισσοκομία.. Κοντά στο χωριό υπάρχουν οι μονές της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και Γεννήσεως της Θεοτόκου (Μονή Κατουσίου). Από παλαιότερες διηγήσεις αλλά και από τα ερείπια που υπάρχουν, φαίνεται ότι πολύ παλιά η Μπουκοβίτσα  ήταν χτισμένη στη θέση «Σπηλιά». Από κει, άγνωστο για ποια αιτία, ίσως από σεισμό που έγινε το 1566, εγκαταλείφθηκε και αρχικά οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στη Μεταμόρφωση (Κατούσι). Από εκεί κατέβηκαν στη θέση του σημερινού χωριού.

Όπως στα περισσότερα βουνά της χώρας μας, μονοπάτι δεν υπάρχει, παρά μόνο οι στράτες των κοπαδιών που διασταυρώνονται με ορεινούς δασόδρομους. Ο Γιάννης, άριστος γνώστης της περιοχής, είναι πολύτιμος οδηγός και εμψυχωτής της ομάδας, στα μέλη της οποίας περιλαμβάνονται και αρκετοί αρχάριοι. Μια στάση στην ποτίστρα πάνω από τα τελευταία σπίτια του χωριού για κάποιες ανάσες. Η πλαγιά έχει μεγάλη κλίση και η υψομετρική διαφορά των χιλίων μέτρων απαιτεί υπομονή αλλά και σύντομες στάσεις για ανασύνταξη. Όπως αυτή στο μικρό πράσινο ξέφωτο με τη θέα προς τις κορυφές που ζώνουν το Ανθηρό. Από εδώ έχουμε μια εποπτική εικόνα της περιοχής που μοιάζει σαν ορεινό κάστρο με μια μόνο δίοδο. Αυτήν εκμεταλλεύεται ο ορεινός δρόμος μεγάλου υψομέτρου που συνδέει την Αργιθέα με την περιοχή της Γκρόπας, διασχίζοντας το χωριό.

Βγαίνοντας από την αραιή βλάστηση της πλαγιάς φτάνουμε στην κορυφογραμμή. Από κάτω μας γυαλίζουν στην ήλιο τα νερά του Αχελώου που στριφογυρίζει γύρω από τον ορεινό όγκο του Κοκκινόλακου, στενεύει στο φαράγγι του Φάγγου για να λευτερωθεί στη συνέχεια και να απλωθεί μεγαλόπρεπος στη φαρδιά κοιλάδα κάτω από τις Πηγές Άρτας.

Στρέφουμε τώρα προς τα βόρεια για την κορυφή που είναι ακόμα αόρατη. Όλη η δυτική πλαγιά του βουνού είναι ένας γκρεμός, άγριος και μεγαλόπρεπος. Από τα βάθη του ανεβαίνουν τα κοράκια. Με τη βοήθεια θερμών ανοδικών ρευμάτων φτάνουν ψηλά και πάλι βυθίζονται κρώζοντας. Αυτοί είναι οι μόνιμοι κάτοικοι των βράχων, εμείς περαστικοί θεατές του μεγαλείου των Αγράφων.

Ακριβώς απέναντι, πάνω από το φράγμα της Συκιάς, το μοναστήρι του Σέλτσου, το ιστορικότερο των Αγράφων, στενά συνδεμένο με την εποποιία των Σουλιωτών που έφτασαν ως εδώ το 1804 καταδιωκόμενοι από τον Αλή Πασά. Στα νερά του Αχελώου κατέληξαν τα σώματα των γυναικόπαιδων, σε ένα δεύτερο Ζάλογγο. Στη βόρεια πλευρά του Κοκκινόλακου διαδραματίστηκε άλλο δράμα της σύγχρονης ιστορίας μας. Πάνω από την Μεσούντα, στην πλέον δύσβατη περιοχή του φαραγγιού έδωσε τέλος στη ζωή του ο Άρης Βελουχιώτης το 1945. Δυο κορυφαία γεγονότα που απέχουν χρονικά ενάμισι αιώνα ρίχνουν βαριά τη σκιά τους στον τόπο.

Η παραμονή μας στην κορυφή αποδείχτηκε μακρά. Είναι το πανηγύρι των κορυφών που απογειώνει η διαύγεια της ατμόσφαιρας; Είναι ο άνεμος που σταμάτησε να μιλά; Είναι ο χρόνος που ακινητοποιήθηκε στο μεσουράνημα του ήλιου; Ή μήπως η αναμονή των τελευταίων της ομάδας που τώρα ξεπροβάλλουν πίσω από τα βράχια;

Για την επιστροφή επιλέγουμε την κάθοδο από την βόρεια πλευρά. Είναι πιο μακρινή αλλά και πιο όμορφη. Διασχίζουμε ένα απέραντο χαλί από φτέρες που κοκκινίζουν στον ήλιο του μεσημεριού και μπαίνουμε στο δάσος. Μικτή βλάστηση πεύκου και οξιάς με άπειρες χρωματικές εναλλαγές. Τα πόδια μας βουλιάζουν σε παχύ στρώμα πολυκαιρισμένων φύλλων κάτω από τα οποία προβάλλουν αμέτρητα μανιτάρια. Χαμηλότερα, τεράστιες καστανιές με διάτρητους κορμούς που φανερώνουν τους αιώνες του βίου τους.

Ο ήλιος μόλις που φωτίζει πλέον τις ψηλότερες των κορυφών της Αργιθέας όταν συναντάμε την άσφαλτο. Η κοιλάδα βουλιάζει ήδη στις σκιές. Θα χρειαστούμε πάνω από μισή ώρα για να ολοκληρώσουμε τη σημερινή διαδρομή.

verusia verusia4 verusia7 verusia23 verusia29 verusiasat

Have your say