Ο Βαρνούντας ή Περιστέρι, είναι ένα τεράστιο ορεινό συγκρότημα, στα σύνορα της χώρας μας με τη FYROM. Ένα μεγάλο μέρος του μαζί με την ψηλότερη κορφή (2160 μ.) ανήκει στη γειτονική χώρα, όπου είναι γνωστό σαν Πελιστέρ. Κατάφυτο μέχρι την αλπική ζώνη, κυρίως από μεγάλα δάση οξυάς, χωρίς βραχώδεις περιοχές αλλά με πολλές κορυφές πάνω από τα 2000 μέτρα. Η ψηλότερη από αυτές είναι το Κίτσεβο ή Δεσποτικό (2334 μ.) ακριβώς στο σύνορο των δυο χωρών, όπως δηλώνει και το τριγωνομετρικό της.
Ο Βαρνούντας υψώνεται πάνω από τις Πρέσπες έχοντας νότια το Βίτσι και ανατολικά το Καϊμακτσαλάν. Προσπελαύνεται είτε από το χιονοδρομικό του Πισοδερίου (1550 μ.) είτε από τον Άγιο Γερμανό των Πρεσπών (1040 μ.) Και στις δυο περιπτώσεις, βατοί χωματόδρομοι που εξυπηρετούν την κτηνοτροφία μπορούν να μας οδηγήσουν κάτω από τις κορυφές, στερώντας όμως έτσι τη δυνατότητα να γνωρίσουμε βαθύτερα τον τόπο.
Γιατί εδώ ο τόπος μιλάει. Και έχει πολλά να πει, τωρινά και περασμένα. Για τους ξεριζωμένους, που πέθαναν μακριά από τα πατρικά τους χώματα και οι ίσκιοι τους σκεπάζουν τα έρημα χωριά. Για χάλκινες μουσικές σε βράδια φεγγαρόλουστα. Για της μάχης την αντάρα, τη λάμψη του σπαθιού, το γαύγισμα του πολυβόλου. Για τη σκληράδα του χειμώνα που αμπαρώνει στα σπίτια τους ανθρώπους. Για κάποια παιδιά που διασχίζανε την παγωμένη λίμνη για να πάνε στο σχολειό τους. Για τις εκκωφαντικές παράτες του Αυγούστου στον Άγιο Αχίλλειο που σωρεύουν τόνους σκουπιδιών εκεί, δίπλα στο όνειρο του τσάρου Σαμουήλ. Για την αιώνια μελαγχολία των Πρεσπών. Και πόσα ακόμη δεν έχει να μας πει! Αρκεί όρεξη να έχουμε για να τα ακούσουμε.
Ο Βαρνούντας είναι σχετικά άγνωστος στον ορειβατικό κόσμο, χωρίς επαρκώς σημαδεμένες διαδρομές (αν και από εδώ περνά το διεθνές μονοπάτι Ε6 –με εντελώς ερασιτεχνική σήμανση) και αναλυτικούς χάρτες. Επιλέγοντας τον Άγιο Γερμανό σαν αφετηρία, στοχεύσαμε σε μια από τις ψηλότερες κορφές του, το Κύρκο στα 2156 μέτρα. Η πορεία αυτή είναι κομμάτι της διάσχισης που καταλήγει στο Πισοδέρι, ακολουθώντας το χωματόδρομο που φεύγει από το χωριό με κατεύθυνση Α – ΝΑ μέσα από πυκνό δάσος οξυάς μέχρι το υψόμετρο των 1800 μέτρων. Στα ξέφωτα του έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε τη θέα των λιμνών από ψηλά, καθώς και των παραλίμνιων χωριών, Ελληνικών και Σκοπιανών.
Βγαίνοντας από το διάσελο, στα 2000 μέτρα συναντάμε ένα μαντρί και την ανάλογη υποδοχή από τα τσομπανόσκυλα. Που όμως ηρεμούν όταν μοιραζόμαστε το ψωμί μας μαζί τους. Από εδώ και πέρα συνεχίζουμε νότια πάνω σε παχύ χορτάρι, βλέποντας την κορυφή. Όλη αυτή η αλπική περιοχή είναι ένας βοτανικός παράδεισος την άνοιξη, χάρις στο πυριτικό υπόστρωμα και το ηπειρωτικό κλίμα. Η πλούσια χλωρίδα και η πανίδα της περιοχής είχαν σαν αποτέλεσμα την ένταξή της στο δίκτυο Natura 2000.
Γύρω από την κορυφή πλήθος αμπριά χτισμένα από σκουρόχρωμο γρανίτη, απομεινάρια του εμφυλίου. Μέσα τους σκουριάζουν θραύσματα οβίδων και πυροκροτητές. Απομεινάρια εξήντα σχεδόν ετών, μνήμες που στοίχειωσαν τον τόπο.
Κρύος αέρας, προμήνυμα του φθινοπώρου, μαύρα μαζεύει σύννεφα βροχής που σκοτεινιάζουν τα νερά των Πρεσπών. Επιστρέφουμε με την αίσθηση ότι δεν τελειώσαμε με το βουνό. Ίσα- ίσα, ανοίγουμε μεγάλες παρτίδες μαζί του.