«Επεισόδιο από τον Εμφύλιο Πόλεμο του 1947-1949 στην Ελλάδα. Η κύρια δύναμη των ανταρτών είχε συντριβεί στην Ελλάδα, κυκλώνοντας τα βουνά, ο κυβερνητικός στρατός τραβούσε τώρα σιγά σιγά και μεθοδικά την εκκαθάριση, χτενίζοντας όλη την περιοχή κι’ εξοντώνοντας τις τελευταίες δυνάμεις τους, τσακισμένες και σκορπισμένες. Παραπάνω, στη Μακεδονία και την Ήπειρο, ο πόλεμος δεν είχε κριθεί, συνεχιζόταν μ’ όλο το πείσμα μιας τελικής αναμέτρησης που θα γινόταν σε λίγο. Η μικρή ομάδα των αναρτών, δεκατισμένη και ξεκομμένη, ένοιωθε πια τον κλοιό και την έσφιγγε – έκλεινε, μίκραινε γύρω της με θανάσιμη σταθερότητα. Η ξαφνική παγωνιά στο τέλος του Απρίλη –ακόμα ένας θάνατος πάνω σε κείνα τ’ αγριοβούνια…»
Κυριακή πρωί στο οροπέδιο της Νιάλας. Μανιασμένος αέρας φυσά απ’ τα βάθη του χειμώνα, αν και είμαστε ακόμα στα μέσα του Σεπτέμβρη. Κουβάρια μαύρα σύννεφα αγγίζουν τις πλαγιές. Βουλιάζουμε στις λάσπες της πρόσφατης βροχής. Εδώ ψηλά, στα 1800 μέτρα, στην καρδιά των Αγράφων. Λίγο πριν τα τελευταία κοπάδια εγκαταλείψουνε τα βοσκοτόπια. Γύρω μας ψηλές, απρόσιτες κορφές, παρουσίες δεμένες αξεδιάλυτα με μύθους και ιστορίες. Την πιο πρόσφατη από αυτές αφηγείται το λιτό μνημείο κάτω από τον Καταραχιά. Μια συγκλονιστική ιστορία του εμφυλίου πολέμου που μας αφηγήθηκε μοναδικά ο Δημήτρης Χατζής στο διήγημά του με τίτλο «Οι ανυπεράσπιστοι».
«… Ο Σιατέλης τον κοιτούσε, δεν σηκωνόταν. Χαμογελούσε πάντα, είχε μια ζέστη και τα μάτια του βασιλεύανε μακριά, σα να νύσταζε. Ο Βασίλης την ήξερε αυτή τη ζέστα κι αυτή τη νύστα πριν το ξεπάγιασμα –όλοι την ξέρανε πια. Τ’ άφησε τα χέρια, του ‘δωσε ένα μπάτσο, δεύτερον, μάταια. Ο Σιατέλης έγειρε δίπλα. Τον άρπαξε τότε στην αγκαλιά του, κόλλησε τα χείλη του στο στόμα του. Τα χέρια του Σιατέλη κρεμαστήκανε κάτω. Τον ακούμπησε στο χώμα σιγά, σα να τον ξάπλωνε, του ‘κλεισε τα μάτια, το δικό του το πρόσωπο ήταν λουσμένο στα δάκρυα –τραβήχτηκε παραπέρα να μη τον βλέπουν…»
Η κορυφή ξεχώρισε μέσα στην ομίχλη, πέτρες γυμνές, σπαρμένες ανάκατα. Γκρεμοί απίστευτοι που καταλήγουν στην πλευρά του Αγραφιώτη. Πως σκαρφαλώνανε άνθρωποι εδώ ψηλά, κουβαλώντας τον βαρύ οπλισμό τους, μέσα στα χιόνια και τις παγωνιές, πως περπατούσανε μερόνυχτα νηστικοί και ταλαιπωρημένοι.
«…Οι αντάρτες περάσανε τ’ άσπρο πλάτωμα. Σε λίγο νιώσανε τα πόδια τους να κατηφορίζουν. Είτανε το πέρασμα, το μονοπάτι του γκρεμού. Περάσαν μπροστά στ’ αφημένα πολυβόλα –δεν τα ‘δανε. Μ’ όση ζωή τους απόμεινε αφεθήκαν και ροβολούσαν, κατρακυλώντας από την άλλη μεριά του βουνού, κυνηγημένοι ακόμα από κείνο το φόβο του χάους. Κατεβαίναν όπως τους πήγαινε αυτός ο κατήφορος. Η σκηνή των στρατιωτών βρισκόταν πιο κάτω, μέσα στο γούβωμα –δεν την είδαν, δεν βλέπανε πια. Όταν φτάσανε μπρος της, τότε σταμάτησαν. Πέσανε πάνω της, πασπατεύοντας βρήκανε τ’ άνοιγμα, μπήκανε μέσα…»
Από τις δίδυμες κορφές διαλέγουμε τη δεξιότερη που μοιάζει πιο ψηλή. Στο τέλος της ανηφοριάς βυθίζεται απότομα στη μικρή κοιλάδα των Βραγγιανών. Μικρά σπιτάκια με τις κόκκινες σκεπές τους πνιγμένα στο πράσινο. Πιο πάνω το Τροβάτο και τα Επινιανά ιδανικά φωτίζονται από τον ήλιο που λαμπερός έκανε την εμφάνισή του. Τέτοια γαλήνη και ηρεμία που γαληνεύει η ψυχή σου, η ανταριασμένη από το βαρύ φορτίο της ιστορίας.
<…Το πρωί ο καιρός μαλάκωσε κάπως, ο αέρας έπεσε, χιόνιζε πάλι. Μόλις είχε ξημερώσει όταν από το προχωρημένο φυλάκιο δώσαν στη Διοίκηση του λόχου ένα σήμα με τον ασύρματο: Στην κορυφή του βουνού ακουστήκαν πριν από λίγο πυκνά πυρά, ησυχία ύστερα απόλυτη…»
Διαβάτη που περνάς, άφησε εδώ ένα λουλούδι, για όλους τους αδικοχαμένους του εμφυλίου…
Το κείμενο που παραθέτουμε είναι από το βιβλίο του Δ. Χατζή με τίτλο «Οι ανυπεράσπιστοι» – εκδόσεις ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ.
Συμφιλίωση μέσα στη χιονοθύελλα (Εφ. ΕΘΝΟΣ 18/2/2008)
Μονάδες ανταρτών και κυβερνητικού στρατού αδελφώθηκαν για μία μόνο νύχτα στη Νιάλα των Αγράφων μπροστά στη μανία της φύσης. Πάνω στα χιόνια και μέσα στις χιονοθύελλες έχουν γραφτεί πολλές σελίδες της παγκόσμιας και της ελληνικής ιστορίας. Το συγκλονιστικό περιστατικό, που συνέβη στα Αγραφα, στον αυχένα της Νιάλας και ενώ ο Εμφύλιος Πόλεμος βρισκόταν στο αποκορύφωμά του, είναι από τα συγκλονιστικότερα.
Το γεγονός συνέβη τον Απρίλιο του 1947 και καταγράφηκε ως «τραγωδία της Νιάλας» ή «συμφιλίωση της Νιάλας».Τραγωδία ήταν γιατί μονάδες του Δημοκρατικού Στρατού με συνοδοιπόρους γέροντες και γυναικόπαιδα, έπεσαν σε τρομερή χιονοθύελλα, που αποδεκατισμένες υποχρεώθηκαν να αναζητήσουν τη σωτηρία τους στα καταλύματα του κυβερνητικού στρατού. Συμφιλίωση ήταν γιατί μπροστά στην φοβερή μανία της φύσης οι αντάρτες έγιναν δεκτοί από τους σκληρά επίσης δοκιμαζόμενους αντιπάλους τους.
Από τις αρχές Απριλίου του 1947 επτά ταξιαρχίες του κυβερνητικού στρατού ξεκίνησαν από διαφορετικές αφετηρίες (Καρπενήσι, Αγρίνιο, Αρτα και Καρδίτσα) με κατεύθυνση τον ορεινό όγκο των Αγράφων, όπου δρούσαν αντάρτικες ομάδες. Οι φάλαγγες του κυβερνητικού στρατού διέθεταν βαρύ οπλισμό, όλμους, ορειβατικό πυροβολικό, σύγχρονα μέσα διαβιβάσεων. Είχαν συνεχή αεροπορική κάλυψη. Αντικειμενικός στόχος τους ήταν να εγκλωβίσουν και να τσακίσουν τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού, που δρούσαν στα Αγραφα.
Οι αντάρτες, παρά τη δύναμη πυρός των αντιπάλων τους, αμύνονταν με επιτυχία. Κρατούσαν απρόσιτες διαβάσεις, που με μεγάλη δυσκολία μπορούσαν να πλησιάσουν οι κυβερνητικές δυνάμεις. Σε πολλές περιπτώσεις υποχωρούσαν. Στη συνέχεια με εξαντλητικές ολονύχτιες πορείες κατόρθωναν και βρίσκονταν στα νώτα του αντιπάλου τους, καταφέροντας αιφνιδιαστικά πλήγματα.
Στα Βραγιανά Ευρυτανίας τεράστιες κυβερνητικές δυνάμεις έσφιξαν σαν τανάλια τις θέσεις ενός τάγματος του Δημοκρατικού Στρατού, που διοικητή είχε τον Σοφιανό. Εκεί βρισκόταν επίσης ένα κινητό νοσοκομείο με βαριά τραυματίες, καθώς και οικογένειες ανταρτών, που κυνηγημένες από τη Χωροφυλακή είχαν εγκαταλείψει τα χωριά τους, αναζητώντας καταφύγιο στις πλησιέστερες μονάδες του Δημοκρατικού Στρατού. Ο ταγματάρχης Σοφιανός κατάλαβε γρήγορα ότι ήταν αποκλεισμένος και εντελώς ξεκομμένος από τις άλλες ανταρτικές ομάδες. Ετσι κάλεσε τους διοικητές των λόχων και των διμοιριών να εξετάσουν από κοινού την κατάσταση και να αποφασίζουν το δέον γενέσθαι. Ολοι συμφώνησαν με την άποψη του έμπειρου παρτιζάνου ότι ο αυχένας της Νιάλας ήταν η μόνη διέξοδος, αν ο στρατός δεν είχε φτάσει ως εκεί.
Ηταν 12 Απρίλη 1947, Μεγάλη Παρασκευή. Οι τρεις αντάρτικοι λόχοι ξεκίνησαν αμέσως. Ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά, άρρωστοι και τραυματίες, τραβούσαν κι αυτοί τον απότομο ανηφορικό δρόμο. Ψιλόβρεχε. Οσο περνούσε η ώρα, το κρύο δυνάμωνε. Το απέναντι βουνό, ο Καλόγερος, είχε σκοτεινιάσει. Πέρα από τη μεριά της Ηπείρου οι κεραυνοί έσκιζαν τον ουρανό. Με δυσκολία ανέβαινε τον κατσικόδρομο η φάλαγγα. Μαύρα αγριοπούλια, κυνηγημένα από τον καιρό, φτεροκοπούσαν βιαστικά στον αέρα. Ηταν προμήνυμα για τη θανατηφόρα καταστροφή που πλησίαζε.
Μια τρομερή χιονοθύελλα ξέσπασε. Ο αέρας ξερίζωνε ό,τι αντιστεκόταν. Το χιόνι σκέπασε γρήγορα τις βουνοπλαγιές σβήνοντας κάθε σημάδι για το μονοπάτι. Η επίθεση της απρόσμενης κακοκαιρίας έκανε τη φάλαγγα να χάσει τον προσανατολισμό της. Το αβάσταχτο κρύο έκοψε την ανάσα δύο ανταρτών. Ενας τρίτος, ονόματι Ισαάκ από την Πέλλα, γλίστρησε και γκρεμίστηκε στη χαράδρα. Μια γυναίκα, η Βάγια από τον Παλαμά Καρδίτσας, περπατούσε κρατώντας στην αγκαλιά της το μωρό της. Προσπαθούσε να το ζεστάνει με την ανάσα της. Αλλά πού να βρεθεί ζεστή αναπνοή σ’ αυτή την παγωνιά. Το αγοράκι δεν άργησε να ξεψυχήσει. Λίγο πιο πάνω άφησε την τελευταία της πνοή και η μάνα, μαζί και η δεκαπεντάχρονη κόρη της.
Οι βαθμοφόροι του αντάρτικου διαπερνούσαν συνεχώς τη φάλαγγα προσπαθώντας να την οδηγήσουν, χωρίς να είναι σίγουροι ότι η κατεύθυνση είναι και σωστή. Τα πράγματα χειροτέρευαν συνεχώς. Οποιος παραπατούσε δεν είχε σωτηρία. Επεφτε στα απόκρημνα φαράγγια. Χωρίς να το καταλάβουν έφτασαν στον αυχένα, σκοντάφτοντας πάνω στα κουφάρια των συντρόφων τους. Οι δύο λόχοι που προπορεύονταν, έχοντας σημαντικές απώλειες, πέρασαν τον αυχένα και βρήκαν καταφύγιο στα βλάχικα κονάκια της Σάικας.
Ο τρίτος λόχος, με επικεφαλής τον Γιάννη Παπαϊωάννου (Ερμή) πέρασε από άλλο σημείο τον αυχένα και βρέθηκε αναπάντεχα πάνω στο κατάλυμα του κυβερνητικού στρατού. Τσακισμένοι από το κρύο οι άνδρες και οι γυναίκες του αντάρτικου λόχου χώθηκαν μέσα στις σκηνές του στρατού. Αξιωματικοί και οπλίτες του κυβερνητικού στρατού είχαν αφήσει τις σκοπιές τους και είχαν χωθεί στα καταλύματά τους. Ανάμεσα στους δικούς τους νεκρούς καρτερούσαν κι αυτοί τον θάνατο. Το μίσος που χώριζε τα δύο στρατόπεδα παραμερίστηκε προσωρινά. Πρόσφεραν στους αντάρτες κουραμάνα. Σταφίδες και κονιάκ. Η νύχτα πέρασε με συζητήσεις για τα δεινά που είχε μαζέψει ο αδελφοκτόνος πόλεμος.
Το σκοτάδι δεν έλεγε να σκορπίσει, αν και η καινούργια μέρα είχε έρθει. Ο επικεφαλής του αντάρτικου λόχου Γιάννης Παπαϊωάννου από διαίσθηση κατάλαβε ότι η νύχτα είχε περάσει. Βγήκε από τη σκηνή και προσπάθησε να μαζέψει τους συμμαχητές του για να φύγουν. Αυτή η συμβίωση ήταν ούτως ή άλλως προσωρινή και επικίνδυνη.
Χωρίς να ξέρει βρέθηκε έξω από τη σκηνή του ταγματάρχη, διοικητή του κυβερνητικού στρατού, τον οποίο άκουσε να υπαγορεύει τηλεγράφημα στην ανωτέρα διοίκηση. Τη διαβεβαίωνε ότι είχε συλλάβει αιχμάλωτο τον λόχο του Δημοκρατικού Στρατού και την καλούσε να στείλει δυνάμεις για να τον παραλάβει. Τη συνέχεια έχει γράψει με άρθρο του στο περιοδικό «Εθνική Αντίσταση» ο Γιάννης Παπαϊωάννου.
Ο ταγματάρχης βγαίνοντας από τη σκηνή έπεσε επάνω στον Παπαϊωάννου. Εβγαλε το περίστροφό του και πυροβόλησε χωρίς επιτυχία. Ο αντάρτης σημάδεψε με τη σειρά του και ξάπλωσε κάτω αυτόν που προκάλεσε τη μονομαχία. Μετά τον θάνατο του ταγματάρχη, όλα ησύχασαν. Δύο ντόπιοι πολίτες, οδηγοί του κυβερνητικού στρατού, προθυμοποιήθηκαν να συνοδεύσουν τους αντάρτες στα κονάκια του χωριού Σάικα. Οι βαθμοφόροι του λόχου του Δημοκρατικού Στρατού συγκεντρώθηκαν και συνεννοήθηκαν για τον τρόπο απαγκίστρωσης. Η απροσδόκητη ανακωχή είχε τελειώσει και ο καθένας έπαιρνε πάλι τον δρόμο του.
Το αντάρτικο παράγγελμα «αναλάβατε» πέρασε από σκηνή σε σκηνή. Οι αντίπαλοι αποχαιρετούνταν κατά τρόπο συγκινητικό. Πολλοί, όμως, μισοπεθαμένοι από τη μεγάλη πορεία μέσα στη χιονοθύελλα, δεν μπόρεσαν να σηκωθούν από τις σκηνές και έμειναν στο κατάλυμα του κυβερνητικού στρατού. Συνελήφθησαν, οδηγήθηκαν στα στρατοδικεία της Λαμίας και της Καρδίτσας, δικάστηκαν και πολλοί στήθηκαν μπροστά στο απόσπασμα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΡΟΥΜΠΑΝΗΣ