Για να φτάσουμε στο ορειβατικό καταφύγιο του Κόζιακα, ακολουθούμε το πυκνά σημαδεμένο μονοπάτι που ξεκινά από τα «Λιβάδια Περτουλίου» και αφού διασχίσει μικρό τμήμα δασόδρομου ανηφορίζει ακολουθώντας ροή ρέματος με νότια κατεύθυνση για να συναντήσει ψηλότερα το τμήμα που έρχεται από την Ελάτη. Από εκεί και έπειτα στρέφεται βορειανατολικά και αφού περάσουμε ένα στενό και αρκετά απότομο λούκι φτάνουμε στο μικρό οροπέδιο όπου είναι χτισμένο το καταφύγιο.
Είμαστε στο υψόμετρο των 1750 μέτρων, στη βάση των ψηλότερων κορυφών του βουνού. Τυλιγμένες στην ομίχλη που φτάνει μέχρι εδώ, μας προβληματίζουν για τη συνέχεια της ανάβασης. Κάποιες στιγμές ένας ήλιος αμυδρός αχνοφαίνεται για λίγο και χάνεται ξανά. Αποφασίζουμε να ανεβούμε. Μισή ώρα απέχει από εδώ η Αστραπή και 150 μέτρα πιό ψηλά.
Λεπτό στρώμα χιονιού καλύπτει τις πλαγιές και τη συνέχεια του μονοπατιού. Κρύος αέρας έρχεται από το διάσελο και η ομίχλη κατά κύματα. Στρεφόμαστε δεξιά και ανηφορίζουμε στην τελευταία ράχη, διαβαίνουμε το στενό πέρασμα, φτάνουμε στο κολωνάκι.
Και πάλι εδώ, για άλλη μια φορά στην ψηλότερη κορυφή του Κόζιακα, του δικού μας βουνού. Για να αντικρύσουμε το μοναδικό θέαμα της αποκάλυψης των ψηλών κορυφών της Πίνδου καθώς τα σύννεφα αποσύρονται. Σαν να τραβάει κάποιος μια κουρτίνα. Η μια μετά την άλλη προβάλλουν η Μπουντούρα, η Μαρόσα, το Αυγό και η Λουπάτα. Και πιο πίσω τα Τζουμέρκα, η Κακαρδίτσα, άσπροι κώνοι, λαμπερά νησιά μέσα σε θάλασσα από νέφη.
Κάτω από τα πόδια μας περνούν οι ομίχλες, αγκαλιάζουν το καταφύγιο, το κρύβουν για λίγο και έπειτα υποχωρούν. Ένας κόσμος που γεννιέται και χάνεται διαρκώς. Παιχνίδια του χειμώνα. Τύχη αγαθή μας έφερε σήμερα ως εδώ, σε ρόλο θεατών.