Τα Αντιχάσια είναι μια ομαλή ορεινή περιοχή, που προσφέρει την δυνατότητα εύκολων γενικά πεζοπορικών διαδρομών. Αν μάλιστα τις συνδυάσουμε με δασικά κομμάτια, τότε το ενδιαφέρον αυξάνεται αφού τα εκτεταμένα δρυοδάση αλλά και τα περιορισμένα σε μεγαλύτερα υψόμετρα δάση οξιάς φιλοξενούν μια πλούσια πανίδα και χλωρίδα.
Ακριβώς αυτός είναι ο λόγος της συχνής μας παρουσίας στην ευρύτερη περιοχή των Αντιχασίων. Βέβαια προτιμάμε το φθινόπωρο που τα μανιτάρια αφθονούν στο δάσος, ιδιαίτερα μετά από παρατεταμένες βροχές. Τότε, αυτοί οι θαυμαστοί οργανισμοί εμφανίζονται από το πουθενά και αναλαμβάνουν το σημαντικότατο έργο της αποικοδόμησης της νεκρής οργανικής ύλης, δηλαδή τον καθαρισμό του δάσους από ότι άχρηστο και την μετατροπή του σε στοιχεία που θα συντελέσουν στην εμφάνιση νέας ζωής.
Με αφετηρία την μικρή τεχνητή λίμνη – ταμιευτήρα του Λογγά, ακολουθούμε για λίγο το λιθόστρωτο μονοπάτι που κάνει τον κύκλο της λίμνης και σύντομα το αφήνουμε για να τρυπώσουμε στις παρυφές του δρυοδάσους. Εδώ ανακαλύπτουμε ένα από τα εκλεκτότερα είδη μανιταριών, τον Αμανίτη του Καίσαρα (Amanita Caesarea) που ξεχωρίζει από το κροκί χρώμα του καπέλου και του ποδιού του. Κατά περίεργο τρόπο, δεν ανήκει σε αυτά που μαζεύουν οι ντόπιοι αλλά αυτό δεν μας αποθαρρύνει από το να το κόψουμε και να το προσθέσουμε στα καλάθια μας. Λίγο πιο πάνω συναντάμε Βολίτες (Boletus Edulis) ή Βασιλομανίταρα, ένα κοινότατο είδος, από αυτά που οι ντόπιοι εκτιμούν για την νοστιμιά τους.
Βέβαια, δεν είναι όλα τα μανιτάρια φαγώσιμα. Αντίθετα, αυτά αποτελούν την μειοψηφία, αφού τα περισσότερα δεν τρώγονται, ενώ υπάρχουν και αρκετά δηλητηριώδη. Οι σκεπτικιστές αρκούνται στην φωτογράφιση. Είναι και αυτή ένας λόγος για την παρουσία μας στο δάσος, καθώς τα καθώς τα παράξενα σχήματα και τα υπέροχα χρώματα δοκιμάζουν το ταλέντο και τις τεχνικές δυνατότητες των φωτογράφων της ομάδας. Δεν πρόκειται για εύκολη δουλειά, αφού το φως είναι λιγοστό στο πυκνότατο δάσος. Για αρτιότερα αποτελέσματα χρειάζεται ειδικός φωτογραφικός εξοπλισμός (τρίποδο, ring flash κλπ) που βέβαια δεν μπορεί κάποιος να κουβαλά σε μια πορεία.
Το δρυοδάσος τελειώνει δίνοντας την θέση του στις οξιές. Πράσινες ακόμα, αλλά στις ρίζες τους στοιβάζονται τα χαλκόχρωμα φύλλα των περασμένων χρόνων. Μέσα τους βουλιάζουν τα πόδια μας και το δάσος γεμίζει από τον θόρυβο της παρουσίας μας.
Διαφορετικός βιότοπος, διαφορετικά τα είδη των μυκήτων. Στο έδαφος φυτρώνουν κίτρινες Ραμάριες, κάτασπρες υγρές Ουντεμανσιέλες κρέμονται από τα κλαδιά. Υπάρχουν ακόμα Λεπιότες, Ρουσούλες, Κλιτοκύμβες και πολλά άλλα είδη που δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε. Μετά από δίωρη ανηφορική πορεία φτάνουμε στην ράχη έχοντας θέα προς την πλευρά της Βερδικούσιας και του Ολύμπου. Δεξιότερα, κρυμμένη στο πυκνότατο δάσος, η κορυφή Κατσιαούνη.
Η μέρα ζέστανε. Μια χρυσή φθινοπωρινή Κυριακή που προσπαθούμε να μεγαλώσουμε όσο μπορούμε την διάρκειά της κόβοντας βόλτες γύρω από τα νερά της λίμνης, πίνοντας μπύρες στο καφενείο του Λογγά, καμαρώνοντας την μανιταροσοδειά μας.