Στόχος μας μετά από ένα χρόνο περίπου ήταν και πάλι οι κορφές των Δυτικών Αγράφων. Αν και το ημερολόγιο έδειχνε ότι διανύουμε ακριβώς την καρδιά του καλοκαιριού ο καιρός δεν στάθηκε σύμμαχός μας και το προγραμματισμένο διήμερο μετατράπηκε σε μία αυθημερόν εξόρμηση στο ανατολικό άκρο της Αργιθέας. Φύγαμε νωρίς το πρωί από τον σταθμό του τραίνου στα Τρίκαλα διασχίζοντας την γνώριμη διαδρομή Μουζάκι-Πευκόφυτο-Βλάσι και εγκαταλείψαμε τα αυτοκίνητά μας στην καταπράσινη από τις συνεχείς βροχοπτώσεις λάκα στο τέλος του χωματόδρομου που ξεκινά μετά το Λεοντίτο.
Ξεκινήσαμε την ανάβαση από το καλά κρυμμένο μέσα στην πυκνή βλάστηση ρέμα, έχοντας εύκαιρες τις φωτογραφικές μηχανές και τον νου μας στην παρουσία όρνεων που σύμφωνα με πληροφορίες μας, γυρόφερναν στην περιοχή αναζητώντας ψοφίμια. Όμως αντί για τα συμπαθή αετόμορφα πτηνά συναντήσαμε ντόπιους συλλέκτες τσαγιού που ήδη σκαρφάλωναν στις γύρω απότομες βουνοπλαγιές!
Μετά από μισής ώρας πορεία βρεθήκαμε στον αυχένα όπου αφήσαμε ανατολικά μας την Ασημόραχη, τον Φούρκα και τον Παλαιοκαρά και κατευθυνθήκαμε προς τα δυτικά διασχίζοντας την κορυφογραμμή που με μια ήπιας δυσκολίας ανάβαση μας οδήγησε στα απομεινάρια του τριγωνομετρικού της Κορυφής (2008μ). Από την ράχη της είναι ορατό ένα μεγάλο μέρος του άγριου Αγραφιώτικου τοπίου. Πλέον, διακρινόταν ξεκάθαρα το επιβλητικό Ντελιδήμι που προηγουμένως κρυβόταν πεισματικά πίσω από τον Παλαιοκαρά. Στην διάρκεια της απαραίτητης στάσης στην κορυφή συνειδητοποιήσαμε αυτό που υποπτευόμασταν… ότι δηλαδή η προσέγγιση της κορυφής Σύνορο που φαινόταν τόσο κοντινή μας θα γινόταν μόνο αν διασχίζαμε το διάσελο που βρισκόταν 200μ χαμηλότερα.
Οι υπερβολικά απότομες κυρτές κλίσεις μεταξύ των δύο κορυφών ανέβασαν στα ύψη τους παλμούς της καρδιάς μας αλλά με υπομονή και ιδιαίτερη προσοχή συνεχίσαμε την πορεία προς τον στόχο μας. Λίγο αργότερα απέκτησαν νόημα και τα απειλητικά γαβγίσματα που ακούγαμε συνεχώς. Ένα κοπάδι πρόβατα –σαν άλλα αγριοκάτσικα- βοσκούσαν υπό την εποπτεία του πιστού φύλακά τους αδιαφορώντας πλήρως για την παρουσία μας.
Χωρίς να προκαλέσουμε άλλη αναστάτωση φτάσαμε στην κορφή Σύνορο (2032μ) από την οποία διακρίνει κανείς εκτός από την περιοχή που εκτείνεται από το Ασπρόρεμα μέχρι τα Επινιανά εξίσου άνετα και τα ανατολικά Άγραφα προς την Ευρυτανία που θεωρούνται ως η πιο δύσβατη περιοχή της χώρας μας αλλά και την λίμνη Κρεμαστών προς την Αιτωλοακαρνανία. Το βλέμμα όμως σίγουρα μαγνητίζει η βραχώδης και εντελώς άγονη κορυφογραμμή της γειτονικής Φτέρης.
Στο σημείο αυτό ο καιρός επιβεβαίωσε τις δυσοίωνες προβλέψεις-προειδοποιήσεις των ντόπιων για τις συνηθισμένες ξαφνικές μεταβολές νωρίς τα απογεύματα κάνοντας την επιστροφή μας επιτακτική ανάγκη. Ο δρόμος του γυρισμού ήταν για κάποιους στρωμένος με ροδοπέταλα ενώ για άλλους με αγκάθια… στο διάσελο υπήρχαν δύο επιλογές, η μία τραβέρσα κάτω από την κορυφογραμμή και η άλλη επιπλέον κατάβαση σε μονοπατάκι που με μια μικρή παρατεταμένη ανηφόρα στο τέλος προσέγγιζε τον αυχένα του χωματόδρομου στους πρόποδες της Ασημόραχης. Δικαιώθηκαν χωρίς καμιά αμφιβολία εκείνοι που επέλεξαν το μονοπατάκι καθώς η τραβέρσα περιλάμβανε εκτός των άλλων και αρκετές συναντήσεις με χαλιάδες, ευτυχώς όμως χωρίς δυσάρεστα απρόοπτα.
Λίγο πριν φτάσουν στα αυτοκίνητα και οι τελευταίοι άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού όμως η αλήθεια είναι πως μία βροχή προς το τέλος της πορείας είναι αναζωογονητική. Επόμενη στάση ήταν για καφεδάκι στην κεντρική πλατεία του χωριού Λεοντίτο το οποίο αποτέλεσε απόρθητο φρούριο επί Τουρκοκρατίας καθώς υπήρξε ορμητήριο του Καραϊσκάκη και των συντρόφων του με συνέπεια να πυρποληθεί το 1823 από τους Τούρκους προκειμένου να καμφθεί η αντίσταση των ντόπιων.
Δυστυχώς η νεροποντή δεν μας επέτρεψε να καθίσουμε κάτω από τον γραφικό υπεραιωνόβιο γερο-πλάτανο παρά μόνο να τον παρατηρούμε μέσα από τα παράθυρα του καφενείου. Έπειτα αρκετοί από την παρέα επισκέφτηκαν την Ιερά Μονή της Παναγίας Σπηλιάς αγναντεύοντας τον Πετριλιώτη ποταμό, την Καράβα, το Ασημένιο Βουνό (Γαλάτσι) και απολαμβάνοντας παρά το ψιλόβροχο και τον συννεφιασμένο ουρανό την δύση του ηλίου πίσω από το Χατζή.