Η πρώτη μας φθινοπωρινή εξόρμηση είχε όλα τα στοιχεία της εποχής: Ψύχρα, ομίχλη, ψιλόβροχο αλλά και μεγάλα διαστήματα με ήλιο. Προορισμός μας η κορυφή Μοράβα, αλλά όχι από την κλασσική διαδρομή της Καστανιάς. Ξεκινήσαμε από υψόμετρο 1100 μέτρων, κάτω από το Στεφάνι, ακολουθώντας το δασικό δρόμο παράλληλα με το Σκληνασιώτικο ρέμα. Περπατώντας μέσα σε δάσος από ελάτια και οξιές διακρίνουμε τα πρώτα σημάδια του κίτρινου στα φύλλα των δέντρων. Στις άκρες του δρόμου, στοιβαγμένοι οι κομμένοι κορμοί περιμένουν την σειρά τους για φόρτωμα.
Όσο ανηφορίζουμε το δάσος πυκνώνει και λιγοστεύει το φως. Γύρω από το ρέμα, τα σφενδάμια και οι ψευδοπλάτανοι διακόπτουν την κυριαρχία της οξιάς.
Μετά από μιας ώρας πορεία αφήνουμε το δάσος και ακολουθούμε την κοίτη του ρέματος με κατεύθυνση ΒΑ. Τα βρεγμένα μούσκλια κάνουν τις πέτρες να γλιστράνε και χρειάζεται προσοχή. Πολλές φορές βαδίζουμε μέσα στο ρέμα αφού η θαμνώδης βλάστηση γύρω από αυτό είναι αδιαπέραστη. Κάποιες στιγμές βυθιζόμαστε σε πυκνή ομίχλη που μας αναγκάζει να περπατάμε κοντά – κοντά για να μη χαθούμε. Άλλοτε πάλι οι ακτίνες του ήλιου κόβουν σαν μαχαίρια τα γκρίζα πέπλα δίνοντας στο δάσος όψη παραμυθένια, και στις φωτογραφικές μηχανές την ευκαιρία για δράση. Μετά από μακρά πορεία δυόμισι ωρών το δάσος τελειώνει. Είμαστε κάτω από τον κώνο της κορυφής, στη βόρεια πλευρά της, και σε είκοσι λεπτά φτάνουμε στο τριγωνομετρικό, στα 1840 μέτρα. Η αυξημένη νέφωση δεν μας επιτρέπει παρά ελάχιστα να δούμε από τις γειτονικές κορφές.
Η επιστροφή μας γίνεται μέσα σε ψιλόβροχο, από την ανατολική πλευρά του βουνού, από τον χωματόδρομο που συναντά το δρόμο Καστανιάς – Ασπροποτάμου. Εδώ το δάσος υποχωρεί για να δώσει τη θέση του σε θαμνώδη έκταση που φιλοξενεί κοπάδια αγελάδων. Κυριαρχούν οι φτέρες, που με καφεκίτρινα πλέον χρώματα σηματοδοτούν το τέλος του καλοκαιριού. Φτάνουμε στον προορισμό μας μετά από πορεία τεσσάρων ωρών και αφού διασχίσαμε εγκάρσια το βουνό, γνωρίζοντας δυο διαφορετικές όψεις του.