Είναι φορές που μια απλή πεζοπορία σαν αυτή της περασμένης Κυριακής γίνεται αφορμή να ανακαλύψουμε εντυπωσιακά στοιχεία πολιτισμού που αν και σχετικά πρόσφατα, χάνονται χωρίς ποτέ να καταγραφούν, να μελετηθούν, να αξιοποιηθούν. Τι κρίμα για τους κόπους των προηγούμενων γενεών που με ιδρώτα και αίμα έστησαν μνημεία σπουδαία λαϊκού πολιτισμού, έργα που στήριξαν τις ζωές τους, να αφανίζονται στο πέρασμα του χρόνου.
Τέτοια έργα έχει πολλά να επιδείξει η περιοχή γύρω από το Φανάρι Καρδίτσας (τέως δήμος Ιθώμης). Στη σκιά του επιβλητικού κάστρου, κοντά στα μνημειώδη αρχοντόσπιτα των Καναλιών, άπειροι μικροί θησαυροί είναι καλά κρυμμένοι σε δάση και ρεματιές. Μια εισαγωγή στην περιοχή αποτελούν τα ερείπια του εργοστασίου ζάχαρης Χ. Ζωγράφου, δείγμα της πρώιμης ελληνικής βιομηχανίας. Πλησιάζοντας στη λοφώδη περιοχή νοτιότερα, ξεχωρίζουν τα παλιά πέτρινα σπίτια της Καππά και του Πύργου. Από εδώ ο δρόμος συνεχίζει για τον Άγιο Ακάκιο περνώντας από τον ναό των Δώδεκα Αποστόλων. Αυτό είναι και το σημείο εκκίνησης της πορείας μας, κατά μήκος του ρέματος της Ποταμιάς. Το νερό του είναι αρκετό, θα μας συνοδεύει σε όλη τη διαδρομή. Ακολουθούμε έναν τσιμεντένιο νεραύλακα, κινούμενοι στην αριστερή όχθη. Πλατάνια γυμνωμένα από τα φύλλα τους είναι αυτά που κυριαρχούν όπως είναι φυσικό. Μικροί καταρράκτες τροφοδοτούν με τα νερά τους το κύριο ρεύμα προσθέτοντας στο βουητό του. Όμορφη, εύκολη πορεία όπως την είχαμε σχεδιάσει, δίνει την ευκαιρία για μικρές στάσεις με σκοπό την φωτογράφηση και την απόλαυση του τοπίου.
Τα ερείπια ενός νερόμυλου αποτελούν αφορμή για συζητήσεις και αναζήτηση των βασικών τμημάτων του. Κάτω από τα πεσμένα φύλλα ανακαλύπτουμε την τεράστια μυλόπετρα, σύμφυρμα αριστοτεχνικό επιμέρους κομματιών. Να και η φτερωτή, το χωνί παροχέτευσης νερού, το πέτρινο κανάλι. Δέντρα φυτρώνουν μέσα στις πέτρες, διαλύοντας τους τοίχους. Η φύση παίρνει πίσω ότι έδωσε. Παραπάνω και άλλος μύλος, και ακόμα ένας, μια ολόκληρη βιομηχανία για εκείνη την εποχή. Σκεφτείτε τους να δουλεύουν όλοι μαζί, το νερό να βουίζει άφθονο, τους ανθρώπους να κουβαλούν τη σοδειά τους με τα ζώα διαβαίνοντας το μονοπάτι. Στα ξέφωτα, μικρά χωράφια που στηρίζουν τα νοικοκυριά, με κόπο κερδισμένα από το τραχύ, πετρώδες τοπίο. Λίγα οπωροφόρα, αραιά και που κάποια μαντριά. Ένας κόσμος ολόκληρος που χάθηκε. Η εξέλιξη είναι αναπόφευκτη, είναι στενά δεμένη με την ανθρώπινη μοίρα, η βελτίωση της ζωής είναι πάντα το ζητούμενο. Μπορεί όμως αυτό να γίνει σπάζοντας τη συνέχεια με το παρελθόν, καταδικάζοντας στη λήθη τα έργα των πατεράδων μας;
Σαν πεζοπόροι πάντα επιμένουμε στην ανάδειξη μονοπατιών αισθητικής, ιστορικής και πολιτιστικής αξίας. Όχι με πολυδάπανα πλακόστρωτα (ελάχιστα παλιά μονοπάτια ήταν τέτοια) που απορροφούν τα σχετικά κονδύλια στα πρώτα μέτρα της διαδρομής τους. Σωστή σήμανση και τακτική συντήρηση (σε εθελοντική βάση) φτάνει και περισσεύει. Αυτό είναι το έργο των πολιτιστικών συλλόγων, η ουσία του εθελοντισμού.
Μετά από 1.30’ συνολικής πορείας φτάνουμε στην Άγιο Ακάκιο. Χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 320 μέτρων με 250 κατοίκους, παλιά το χωριό ονομαζόταν Γόλιτσα (από τη σλάβικη λέξη Γούρνα). Η νέα ονομασία δόθηκε το 1927 προς τιμή του Όσιου Ακάκιου του Καυσοκαλυβίτη που κατάγονταν από εδώ. Αυτός σε νεαρή ηλικία μόνασε στη μονή Σουρβίας και αργότερα στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους όπου και πέθανε το 1730.
Για την επιστροφή επιλέξαμε μια διαφορετική πορεία στους χωματόδρομους πάνω από το ρέμα της ποταμιάς που μας οδήγησε ξανά στο σημείο εκκίνησης.