< <

Από την Σαμαρίνα στον Σμόλικα

Έτσι όπως προβάλλουν τα σπίτια της Σαμαρίνας στην πλαγιά του Σμόλικα είναι μια έκπληξη για όλους μας. Η ανάμνηση της τελευταίας επίσκεψής μας στο χωριό χρόνια πριν, δεν έχει καμία σχέση με αυτό που τώρα βλέπουμε. Μοιάζει με κωμόπολη και όχι με τόπο παραθερισμού ξενιτεμένων Σαμαρινιωτών. Πλήθος νέων σπιτιών, όλα με τσίγκινες σκεπές για να γλιστρά το χιόνι, κόκκινες πυραμίδες στο πράσινο φόντο της πλούσιας βλάστησης. Στο κέντρο του χωριού, νέα έκπληξη. Ταβέρνες, καφετέριες και ζαχαροπλαστεία προσφέρουν μια ποικιλία εδεσμάτων που τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από τις αντίστοιχες των αστικών κέντρων. Δρόμοι πλακόστρωτοι, ξενοδοχεία και καταλύματα που μένουν ανοικτά όλο το χρόνο. Αυτή είναι η σύγχρονη εικόνα της Σαμαρίνας, που χτισμένη σε υψόμετρο 1450 μέτρων καμαρώνει σαν το ορεινότερο χωριό της Ελλάδας. Όλα είναι επακόλουθα της Εγνατίας οδού που συντόμεψε τις αποστάσεις βγάζοντας πολλές περιοχές από την απομόνωση. Ανάπτυξη που εγκυμονεί κινδύνους αλλοτρίωσης και περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αναγκαία όμως για τη σωτηρία της ορεινής μας χώρας και το ξαναζωντάνεμά της, έστω και σαν τόπος διακοπών.

Σκοπός της νέας μας εξόρμησης ο Σμόλικας, το δεύτερο σε ύψος βουνό μετά τον Όλυμπο. Γνωρίζοντας καλά το βόρειο τμήμα του αφού αρκετές φορές ανεβήκαμε στην ψηλότερη κορυφή του ξεκινώντας από το Παλιοσέλι ή από τους Πάδες, αποφασίσαμε να εξερευνήσουμε το νότιο τμήμα ακολουθώντας μια πολύωρη διαδρομή που προσεγγίζει πολλές από τις ψηλότερες κορυφές του.

Πάνω από το γήπεδο ποδοσφαίρου σε υψόμετρο 1520 μέτρων ξεκινά το μονοπάτι που ευθύς μπαίνει σε δάσος με ρόμπολα. Αυτό το εντυπωσιακό είδος πεύκου σχηματίζει εδώ αμιγές πυκνό δάσος, η ευρωστία του οποίου τονίζεται από τα νεαρά δέντρα που αναπτύσσονται στα ψηλότερα σημεία του. Κατά τόπους συναντάμε οξιές και σπανιότερα μεμονωμένα μαυρόπευκα.

Το όμορφο μονοπάτι έχει σωστή σήμανση με κόκκινο – κίτρινες τσίγκινες ταμπέλες πάνω σε κορμούς και σε μεταλλικές κολώνες. Ανηφορίζει συνεχώς για να συναντήσει την πηγή «Σουρωτήρι» μετά από 50’ πορείας. Αυτό είναι και το μόνο πηγαίο νερό σε όλη τη διαδρομή αφού η οφιολιθική σύσταση του βουνού δεν ευνοεί την καθίζηση των νερών στον υδροφόρο ορίζοντα, παρά μόνο την επιφανειακή του συγκέντρωση σε λίμνες και ρέματα. Μια σύντομη στάση λοιπόν, να ξεκουραστούμε και να γεμίσουμε τα παγούρια μας.

Από εδώ συνεχίζουμε για άλλα 20’ μέχρι το τέλος του δάσους. Το νερό σκάβει βαθιά την πλαγιά σχηματίζοντας χείμαρρους. Μαύρα, πράσινα και σκουροκόκκινα λιθάρια που πυρώνουν οι ακτίνες του ήλιου. Ένα αγριόγιδο πετάγεται ξαφνιασμένο και ανεβαίνει τρέχοντας την πλαγιά. Βρισκόμαστε στο διάσελο ανάμεσα στις κορυφές Καπετάν Τσεκούρας (υψ. 2216 μ.) και Μπογδάνι (υψ. 2236 μ.). Από εδώ ακριβώς περνά η νοητή γραμμή που χωρίζει τον νομό Γρεβενών από το νομό των Ιωαννίνων. Ο δεύτερος έχει την τύψη να φιλοξενεί όλες τις ψηλές κορυφές του Σμόλικα.

Σε 15’ φτάνουμε στο χείλος της βαθιάς κοιλάδας που ονομάζεται Βάλια Κίρνα (σημαίνει Κοιλάδα του Διαβόλου στη βλάχικη διάλεκτο). Ακριβώς απέναντι, ο βασικός μας στόχος, η Μόσια. Πρόκειται για ένα δίδυμο κορυφών από τη ρίζα των οποίων κυλά τα νερά του ένας τεράστιος καταρράκτης ύψους περίπου 100 μέτρων για να χαθεί στα βάθη της κοιλάδας προς το Διαβολόρεμα. Είναι ίσως ο μεγαλύτερος καταρράκτης μόνιμης ροής στην Ελλάδα.

Κατηφορίζουμε ακολουθώντας το στενό μονοπάτι που ισορροπεί στην άκρη της κοιλάδας και ξαναβγαίνουμε σε ξέφωτο μετά από 15’. Από εδώ τώρα στρίβουμε ΝΑ βαδίζοντας σε σταθερό υψόμετρο. Το σπαρμένο με πέτρες έδαφος είναι μια δοκιμασία για τα πέλματά μας που νοσταλγούν χωματοβούνια τύπου Γράμμου. Τα δυσκολότερα όμως ξεκινούν λίγο παραπάνω που η κλίση μεγαλώνει και η πορεία γίνεται απαιτητική. Τα χιόνια και οι άνεμοι ξήλωσαν τα ταμπελάκια και λύγισαν τις κολώνες, αλλά το μονοπάτι είναι ούτως ή άλλως εμφανές.

Με το που βλέπουμε το τριγωνομετρικό της Μόσιας τα πόδια μας βγάζουν φτερά και νάμαστε στην κορυφή μετά από συνολική πορεία 3.30’. Από εδώ η θέα είναι πέρα από κάθε περιγραφή. Έτσι όπως ορθώνεται η κορυφή στα 2554 μέτρα σχηματίζει μια τεράστια ορθοπλαγιά στο βάθος της οποίας αστράφτει η ομώνυμη λίμνη. Ακριβώς απέναντί μας η δίδυμη κορυφή της Μόσιας (υψ. 2600 μ.). Στα δυτικά η οροσειρά της Τύμφης, ένα τείχος απρόσιτων κορυφών, σίγουρα το εντυπωσιακότερο στο ελληνικό τοπίο.

Βαδίζουμε στη στενή ράχη μέχρι την άκρη της για να δούμε την ψηλότερη κορφή, ψηλά στα 2631 μέτρα. Πάνω από τα χιόνια που εδώ αργούν πολύ να λιώσουν. Και να η έκπληξη της ημέρας! Μια λίμνη παγετωνική στη βάση της κορυφής, νερά ζαφειρένια που λάμπουν στον ήλιο, παχύ στρώμα χιονιού στις άκρες της, μια πρόκληση που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε.

Κατεβαίνουμε τον γκρεμό ανάμεσα στις δίδυμες κορφές, μια πορεία δύσκολη που μας οδηγεί 150 μέτρα χαμηλότερα. Συναντάμε το μονοπάτι που συνεχίζει προς την ψηλότερη κορυφή και βγαίνουμε σε μικρό οροπέδιο πνιγμένο στα αγριολούλουδα. Ξεχωρίζει ο κίτρινος κρίνος (Lilium albanicum) που εδώ σχηματίζει μια μικρή συστάδα.

Τα νερά κυλούν με πάταγο προς ένα δεύτερο οροπέδιο, στην άκρη του οποίου βρίσκεται η λίμνη. Συνεχίζουμε την κατάβαση ακολουθώντας υποτυπώδες μονοπάτι σε μια πορεία που δεν αναφέρεται στη σχετική βιβλιογραφία αφού η λίμνη είναι εποχιακή και σπάνια έχει κάποιος την ευκαιρία να την δει από κοντά. Εξίσου σπάνια είναι και η εμπειρία του θεάματος που μας προσφέρει άλλο ένα αγριόγιδο που χάνεται τρέχοντας από τη λίμνη στον πάτο της χαράδρας. Δεδομένου ότι μόνο 400 περίπου άτομα έχουν απομείνει στη χώρα μας από το είδος αυτό, μπορούμε να θεωρήσουμε τυχερούς τους εαυτούς μας.

Στις όχθες της λίμνης ξεκουραζόμαστε μετά την κουραστική κατάβαση. Ο καυτερός ήλιος και το προχωρημένο της ώρας μας αναγκάζουν να επισπεύσουμε την επιστροφή. Τώρα επιλέγουμε το μονοπάτι που ανηφορίζει προς την ανατολική όψη της Μόσιας σε μια πολύ επίπονη ανάβαση πάνω στην αποσαθρωμένη και κομματιασμένη ράχη του βουνού.

Απόγευμα πλέον φτάνουμε στη Σαμαρίνα αναζητώντας δροσιά στα σκιερά μαγαζιά της πλατείας.

Have your say