Η Αγία Παρασκευή (Τζούρτζια) είναι ένα χωριό σχεδόν αθέατο, καλά κρυμμένο ανάμεσα στον τεράστιο ορεινό όγκο της Κακαρδίτσας και στην επιμήκη σειρά κορυφών που ονομάζεται Σκλίβα (ή Βαρικό κατά τους ντόπιους). Η Σκλίβα είναι ένα πολύ κακοτράχαλο βουνό που με κατεύθυνση Β-Ν υψώνεται ακριβώς πάνω από τη ροή του Ασπροποτάμου ενώ στα δυτικά χωρίζεται από την Κακαρδίτσα στην οποία γεωγραφικά ανήκει με την κοιλάδα, στο βάθος της οποίας κυλά το ρέμα της Τζούρτζιας.
Ο ευκολότερος τρόπος ανάβασης στην εντελώς άγνωστη από ορειβατική σκοπιά κορυφή ξεκινά από τον οικισμό της Μηλιάς. Λίγο πριν την Πολυθέα (ερχόμενοι από το Περτούλι) στρίβουμε αριστερά, περνάμε πάνω από σιδερένια γέφυρα τύπου Μπέλεϊ και σε 5’ φτάνουμε στο κέντρο του οικισμού, σε υψόμετρο 900 μέτρων. Οι κάτοικοι του, περίπου στους 100, κατεβαίνουν στα πεδινά Τρίκαλα για να ξεχειμωνιάσουν μαζί με τα ζώα τους στα μέσα Φθινοπώρου πριν πέσουν τα πρώτα χιόνια. Στα μέσα τις άνοιξης ξανανεβαίνουν για να δώσουν ζωή στο χωριό. Οι βασικές ασχολίες των κατοίκων είναι η κτηνοτροφία βοοειδών και η υλοτομία.
Λίγο έξω από τον οικισμό και δεξιά του δρόμου ξεκινά δύσβατος χωματόδρομος που στην αρχή του είναι τόσο ανηφορικός και σκαμμένος από τα νερά των πρόσφατων βροχοπτώσεων που αποθαρρύνει και τους πιο τολμηρούς οδηγούς. Με τα πόδια λοιπόν μέχρι το μαντρί που σε υψόμετρο 1450 μέτρων αγναντεύει την μακρόσυρτη κορυφογραμμή. Μια διαδρομή 6,5 χιλιομέτρων που απαιτεί μιάμιση ώρα σχετικά άνετης πορείας. Μέρα λαμπερή και ανέφελη – σύντομο διάλειμμα στον βροχερό Οκτώβρη. Ευκαιρία για κορυφή, που στερηθήκαμε τόσον καιρό.
Ο δρόμος ανηφορίζει σε πολύ πυκνό δάσος βελανιδιάς που ξυλεύεται όπως μαρτυρούν τα κόκκινα σημάδια στους κορμούς των δέντρων. Την κτηνοτροφική παράδοση της περιοχής υπογραμμίζει η παρουσία αγελάδων που κατηφορίζουν προς τον οικισμό. Έντονη είναι και η παρουσία των κυνηγών όπως δηλώνουν οι συνεχείς τουφεκιές.
Στην πρώτη διασταύρωση που συναντάμε στρίβουμε αριστερά και στην επόμενη δεξιά, αγνοώντας το δρόμο που κατηφορίζει προς την Τζούρτζια. Βγαίνοντας από το δάσος αντικρίζουμε τις γυμνές πετρώδεις πλαγιές. Πεντακόσια μέτρα ψηλότερα η κορυφή, στο βάθος δεξιά, που απαιτεί μιάμιση ώρα κουραστική πορεία πάνω σε κοφτερά λιθάρια χωρίς μονοπάτι. Διακρίνουμε κατά τόπους περάσματα αγελάδων, όπως δηλώνουν τα ίχνη τους πάνω στη λάσπη. Αυτά τα μεγάλα ζώα φτάνουν μέχρι την κορυφή αναζητώντας την τροφή τους, κάτι που μας κάνει εντύπωση, αφού καθόλου δεν λείπει το χόρτο γύρω από το μαντρί.
Βγαίνοντας στην κορυφογραμμή έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε την εντυπωσιακή θέα προς τις πανύψηλες κορφές της Κακαρδίτσας. Κάτω από τα πόδια μας η στράτα των κυρατζήδων που ένωνε παλιά τη Θεσσαλία με την Ήπειρο, το «Μαντάνι του Δαίμονα», η βρύση του Γκρέκου, τα «Κριθάρια», το επίφοβο πέρασμα του Καταραχιά, σημάδια παλιάς και αξέχαστης πορείας από τη Τζούρτζια μέχρι το Ματσούκι. Στα δυτικά, γυαλίζουν τα νερά του Ασπροποτάμου. Κάτω από τον κώνο του Καπ Γκρας απλώνονται τα σπίτια της Πολυθέας.
Βαδίζουμε στη ράχη με βόρεια κατεύθυνση. Ελαφρά ανηφορική η πορεία μας και οι κορυφές διαδέχονται η μια την άλλη. Μέχρι το βορειότερο σημείο, αντίκρυ από το Περιστέρι. Ξεχωρίζει η κορυφή του, ο χαρακτηριστικός κώνος της Τσουκαρέλας. Στα πόδια του βουνού το Χαλίκι, το έσχατο χωριό του νομού μας, τροφός του Ασπροποτάμου.
Έχουμε στη διάθεσή μας όση ώρα θέλουμε για να χαρούμε την όμορφη μέρα που γενναιόδωρα μας προφέρεται.