Σήμερα δεν θα σας μιλήσουμε για ψηλές κορφές και επίπονες αναβάσεις. Σήμερα θα σας πούμε για μια άλλη Ελλάδα, γνωστή μόνο στους μυημένους, όπου η φύση συνυπάρχει αρμονικά με τον άνθρωπο εδώ και εκατοντάδες χρόνια και όπου η παράδοση είναι ζωντανή και πανταχού παρούσα.
Θα ακολουθήσουμε τα νερά του Άραχθου από το Περιστέρι μέχρι το γεφύρι της Πλάκας και θα δούμε την προσπάθεια του ανθρώπου να συνυπάρξει με τον ζωοδότη ποταμό. Στην προσπάθεια αυτή κέντησε την κοίτη του με γεφύρια -έργα τέχνης, έσπειρε πλάι του χωριά απαράμιλλης ομορφιάς.
Διοικητικά η περιοχή ανήκει στους νομούς Ιωαννίνων και Άρτας, ουσιαστικά όμως αποτελεί μια ενότητα αδιάσπαστη.
Για να επισκεφτεί κάποιος την περιοχή έχει στη διάθεσή του τρεις εισόδους: Η πιο μακρινή είναι από τα Γιάννενα, η πιο εύκολη από Μεσοχώρα – Βουλγαρέλι και η πιο όμορφη από τη διασταύρωση του δρόμου που οδηγεί προς Χαλίκι, στο ύψος της Ανθούσας. Διαλέξαμε την τελευταία που είναι και η πιο δύσκολη, αφού περιλαμβάνει και 25 χλμ δύσβατου χωματόδρομου, προσπελάσιμου μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες.
Αφού βρέθηκαν λοιπόν τα κατάλληλα οχήματα (τρεις μοτοσικλέτες εντούρο, ένα τζιπ και ένα αγροτικό) πρωί του Σαββάτου 11 Ιούνη, μια ομάδα 11 ατόμων ξεκινήσαμε ακολουθώντας το δρόμο Πύλη – Τρία Ποτάμια – Ανθούσα. Αφού διαβήκαμε το Καπραλιώτικο ρέμα και το διάσελο του Νέγρι, τα νεροφαγώματα και οι πέτρες άρχισαν να κάνουν δύσκολη τη ζωή οδηγών και επιβατών. Εδώ βέβαια οι μοτοσικλέτες βρέθηκαν στο στοιχείο τους και οι αναβάτες τους πραγματικά χάρηκαν τη διαδρομή.
Μετά από 15 χλμ χωματόδρομου ο δρόμος διχάζεται. Αριστερά προς Ματσούκι, δεξιά προς Καλαρρύτες. Εδώ είναι και το ψηλότερο σημείο της διαδρομής με πανοραμική θέα προς τις κορυφές των Τζουμέρκων, την Κακαρδίτσα, τον Καταραχιά και το Περιστέρι.
Συνεχίζουμε για άλλα 10 χλμ κατηφορικού και δύσβατου δρόμου και ξαφνικά το χωριό προβάλλει πίσω από την τελευταία στροφή. Σπίτια πέτρινα με έναν ή δυο ορόφους ξεφυτρώνουν λες μέσα από το έδαφος, στέγες από σχιστόλιθο αστράφτουν κάτω από τον μεσημεριάτικο ήλιο.
Αφήνουμε το οχήματα στην είσοδο του χωριού αφού από εδώ και πέρα δρόμος δεν υπάρχει, παρά μόνο ένα στενό καλντερίμι. Και τα πράγματα πως τα κουβαλάνε; Στην εύλογη απορία μας απάντηση δίνει μια ομάδα βαρυφορτωμένων μουλαριών που κατευθύνεται στο κέντρο του χωριού.
Εδώ, γύρω από μια εκπληκτική πλατεία στρωμένη με πέτρα, που θυμίζει αρχαίο θέατρο, απλώνονται τα καφενεία – ταβέρνες του χωριού και οι αποθήκες τροφίμων. Η σκιά ενός τεράστιου πλάτανου καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της πλατείας και μας προσφέρει καταφύγιο στη ζέστη του μεσημεριού.
Και για φαγητό; Κρέατα ψήνουν το βράδυ, έτσι θα αρκεστούμε σε αυγά τηγανητά, λουκάνικα, πατάτες, τυρί, σαλάτα, αλλά και λαχανόπιτα που ξεφύτρωσε τελευταία στιγμή, δεν καταλάβαμε από πού.
Φιλόξενοι και με όρεξη για κουβέντα οι ντόπιοι, ο Θανάσης τους μιλά στα Βλάχικα. Έτσι μαθαίνουμε ότι οι Καλαρρυτινοί μαζί με τους γείτονες Συρακιώτες επί Τουρκοκρατίας αλλά και αργότερα, ήταν ονομαστοί για τα μάλλινα υφαντά τους και τις περίφημες κάπες σε όλη την Ευρώπη, όπου ίδρυσαν και εμπορικά καταστήματα. Δημιούργησαν την τεχνοτροπία του κεντήματος του ασημιού που ξεχωρίζει την Γιαννιώτικη τέχνη. Ο Συρακιώτης Βούλγαρης ίδρυσε τον παγκοσμίως γνωστό οίκο Bulgari το 1884 στη Βία Σιστίνα στη Ρώμη.
Το καλοκαίρι ο τόπος σφύζει από ζωή αλλά όταν σβήσει και το τελευταίο βέλασμα, όταν φύγει και ο τελευταίος συνταξιούχος, ο αέρας κατεβαίνει παγωμένος από το Περιστέρι και οι λίγοι που απομένουν σφαλίζουν τα παράθυρα, ανάβουν το τζάκι και περιμένουν υπομονετικά την άνοιξη. Ευτυχώς η συγκοινωνία με τα Γιάννενα είναι εφικτή όλο τη χρόνο και υπάρχει ένα σχετικό αίσθημα ασφάλειας.
Το μεσημέρι έχει ήδη προχωρήσει. Την υπνηλία μας διακόπτουν μακρινές βροντές. Ο Κώστας και ο Γιάννης πρέπει να επιστρέψουν, και η οδήγηση μοτοσικλέτας υπό βροχή δεν είναι και ότι πιο ευχάριστο. Εμείς περιμένουμε να ξεσπάσει η μπόρα και αργότερα να περπατήσουμε για το Συράκο.
Ο αέρας άλλαξε πορεία, τα σύννεφα ξεστράτισαν, ώρα να ξεκινήσουμε. Τα δυο χωριά είναι κτισμένα αντίκρυ, στις πλευρές του φαραγγιού του Καλαρρύτικου ρέματος, παραπόταμου του Άραχθου, που πηγάζει από το Περιστέρι. Δεν υπάρχει οδική σύνδεση και έτσι έχουμε τη χαρά να περπατήσουμε για δυο ώρες σε μια πανέμορφη διαδρομή. Κάτω από τα πόδια μας και σε βάθος δεκάδων μέτρων λάμπουν τα νερά του ποταμού. Σε λίγο το μονοπάτι κατηφορίζει, στριφογυρίζει τα απότομα τοιχώματα του φαραγγιού και καταλήγει σε μικρό γεφύρι χαμένο στη σκιά των πλατανιών. Ώρα για ξεκούραση στην όχθη του ρέματος. Και ξαφνικά, κάποιος πέφτει στο νερό. Τι έγινε; Η Νίκα έπεσε με τα ρούχα και κολυμπά στα παγωμένα νερά. Την κοιτάζουμε αποσβολωμένοι αλλά κανένας δεν τολμά να την μιμηθεί. Μας έβαλε τα γυαλιά, όλους εμάς του έμπειρους και εξοικειωμένους με τη φύση, κυριολεκτικά μας έκανε να αισθανθούμε ξενέρωτοι.
Τώρα, το μονοπάτι ανηφορίζει και αφού μας δώσει την ευκαιρία να δροσιστούμε με νερό που βγαίνει μέσα από τα βράχια, καταλήγει στο Συράκο. Αυτό είναι χτισμένο στην πλαγιά ενός γυμνού βουνού, που το προφυλάσσει από το βοριά. Έχει ανατολικό προσανατολισμό και τα σπίτια του είναι χτισμένα πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Θυμίζει οχυρό.
Οι ρυθμοί αποκατάστασης και ανοικοδόμησης των κτισμάτων είναι εδώ είναι πιο έντονοι από ότι στους Καλαρρύτες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Συρακιώτης είναι δεμένος με τον τόπο του. Οι συνθήκες τον κάνουν να ξενιτεύεται, αλλά η μεγαλύτερη ευτυχία γι αυτόν είναι να ξαναφτιάξει το σπίτι του στον τόπο που γεννήθηκε, και ας έρχεται να το χαρεί μόνο τον Αύγουστο.
Συνεργεία Αλβανών φτιάχνουν το καλντερίμι που οδηγεί στο σπίτι – μουσείο του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη. Αυτοί είναι τώρα οι μάστορες της πέτρας, εδώ στην περιοχή όπου γεννήθηκαν οι άνθρωποι που έχτισαν γεφύρια, σπίτια, δρόμους, εκκλησίες και γέμισαν τα Βαλκάνια με αρχιτεκτονικά θαύματα.
Σταματάμε για καφέ στην πλατεία του χωριού. Δίπλα η εκκλησία και στη μέση ο πλάτανος. Είναι όμορφα και η ώρα περνά χωρίς να το καταλάβουμε. Πρέπει όμως να επιστρέψουμε για να μη μας πιάσει η νύχτα στο μονοπάτι.
Μόλις φτάνουμε στους Καλαρρύτες, τα πρώτα φώτα έχουν ήδη ανάψει. Διασχίζουμε το χωριό κατά μήκος και κάνουμε τη σύγκριση με το Συράκο. Εδώ οι αυλές είναι μεγαλύτερες, τα νερά τρέχουν από παντού, νοιώθεις πιο ελεύθερος αφού δεν σε σκεπάζει ο όγκος των κτισμάτων, υπάρχει μια χάρη, μια ελαφράδα. Είναι το πιο όμορφο, το πιο γνήσιο χωριό του ορεινού μας όγκου.
Σ’ ένα πλάτωμα στην είσοδο του χωριού στήνουμε τις σκηνές μας. Ακολουθεί δείπνο κάτω από το φως των αστεριών. Όλοι συνεισφέρουν στο κοινό τραπέζι. Ο Νίκος έφερε το απαραίτητο τσίπουρο. Υπάρχει ακόμα και πίτσα!
Η νύστα βαραίνει τα βλέφαρά μας και ο ύπνος έρχεται να μας απαλλάξει από την κούραση της ημέρας.
Πρωί της Κυριακής ξυπνάμε από το θόρυβο των αγροτικών αυτοκινήτων που ανεβάζουν τους κτηνοτρόφους στα μαντριά. Οι θεριακλήδες της παρέας επιζητούν τη γεύση του καφέ για να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους. Κατηφορίζουμε στο χωριό. Τα καφενεία όλα κλειστά, ανοίγουν μετά το τέλος της Κυριακάτικης λειτουργίας. Άλλο ένα έθιμο που δεν γνωρίζαμε. Τους υποσχόμαστε ότι θα κεράσουμε καφέ στο Ματσούκι και μετά από μια σύντομη επίσκεψη στην εκκλησία του χωριού κατηφορίζουμε έναν βατό χωματόδρομο. Αριστερά μας χάσκει το Καλαρρύτικο φαράγγι που αυτή την ώρα είναι βυθισμένο στους ίσκιους.
Κάνουμε μια στάση στο μοναστήρι της Κηπίνας. Χτισμένο καθώς είναι σε μια εσοχή του βράχου, είναι αδύνατο να το δεις αν δεν γνωρίζεις ήδη την ύπαρξή του. Περπατάμε ένα στενό ανηφορικό μονοπάτι και φτάνουμε στην είσοδο του μοναστηριού, που κλείνει με χαμηλή ξύλινη πόρτα.
Το μοναστήρι χτίστηκε το 1316 και μέχρι πριν από 20 χρόνια είχε καλόγερους, η μακροζωία των οποίων ήταν παροιμιώδης, αφού ο τελευταίος από αυτούς πέθανε σε ηλικία 112 χρόνων. Κατά καιρούς έπεσε θύμα ιερόσυλων και έτσι είναι πάντα κλειδωμένο. Για να το επισκεφτεί κανείς πρέπει να πάρει το κλειδί από τον παπά του χωριού Χριστοί που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το μοναστήρι.
Στην απέναντι πλευρά του φαραγγιού προβάλει το μοναστήρι της Βύλιζας, μια αετοφωλιά που είναι το καμάρι του Ματσουκίου. Θαυμάζουμε το μεγαλείο της φύσης και του ανθρώπου. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα μοναστήρια φτιάχτηκαν στα πιο όμορφα σημεία της χώρας. Ο Θεός είναι ομορφιά, αρμονία, τελειότητα, και μόνο μέσα από την ομορφιά μπορεί η ψυχή του ανθρώπου να ενωθεί με το μεγαλείο της δημιουργίας.
Επόμενος σταθμός μας το Ματσούκι. Κεφαλοχώρι της περιοχής, με αναπτυγμένη κτηνοτροφία και αρκετούς μόνιμους κατοίκους. Στον ίσκιο μιας κληματαριάς απολαμβάνουμε καφέ, βανίλια, γλυκό του κουταλιού.
Τώρα ο δρόμος μας οδηγεί στα Πράμαντα. Στα βόρεια των Τζουμέρκων, σε υψόμετρο 840 μ, αμφιθεατρικά κτισμένο κάτω από την κορυφή Στρογγούλα (2107 μ) είναι ονομαστό μαστοροχώρι με πολλές οικογένειες που ασχολούνται με την κτηνοτροφία και έχει πληθυσμό 1500 κάτοικους. Αποτελεί δήμο με πολλές υπηρεσίες, Κέντρο Υγείας, σχολεία και ξενοδοχείο.
Στην κεντρική πλατεία καθόμαστε για φαγητό. Ντόπιο κρέας, τυρί και κρύο νερό από την ιστορική βρύση «Αράπης», στην άκρη της πλατείας. Έτσι έπρεπε να είναι όλες οι εκδρομές μας, ομολογεί κάποιος. Έχασαν οι καλοφαγάδες που δεν ήρθαν. Μέσα στη ζέστη του μεσημεριού κάποιοι ονειρεύονται τα νερά του Άραχθου. Δεν θα τους απογοητεύσουμε, αφού εκεί θα είναι η επόμενη στάση μας.
Ο δρόμος κάνει το γύρο των Τζουμέρκων, κινούμαστε τώρα νοτιοδυτικά. Κτιστάδες, Άγναντα, και κατόπιν στρίβουμε για Πλάκα. Μια ταμπέλα μας οδηγεί στην παλιά πέτρινη γέφυρα. Αέρινη, πετάει πάνω από τα νερά του Άραχθου ενώνοντας τα Τζουμέρκα με τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας του ανθρώπου να δαμάσει τον ποταμό, είναι μια ικεσία στα στοιχεία της φύσης, μια προσευχή στο Θεό.
Χτίστηκε το 1866 από τον μάστρο Μπέκα και το συνεργείο του με χρήματα που διέθεσαν οι κοινότητες των Τζουμέρκων, και χωρίζει τον άνω και τον κάτω ρου του Άραχθου. Από εδώ και πέρα, η ροή γίνεται πιο ομαλή, μέχρι να καταλήξει στο φράγμα Πουρναρίου.
Το 1881 τα Τζουμέρκα απέκτησαν τη λευτεριά τους και τα σύνορα με την Τουρκία ορίστηκαν στον Άραχθο, οπότε η γέφυρα σταμάτησε να εξυπηρετεί την κίνηση στην περιοχή. Το 1912 –13 με την απελευθέρωση της Ηπείρου το γεφύρι αποδόθηκε στους κατοίκους της περιοχής. Το 1943 οι Γερμανοί προσπάθησαν ανεπιτυχώς να το ανατινάξουν.
Δίπλα από τη γέφυρα βρίσκεται το σπίτι όπου έγινε η συνάντηση των αντιπροσώπων ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ και υπογράφτηκε η περιβόητη συμφωνία της Πλάκας για τη συνεργασία των οργανώσεων, συμφωνία που πολύ σύντομα παραβιάστηκε.
Σήμερα η γέφυρα είναι πλέον ένα μνημείο της αρχιτεκτονικής και της ιστορίας, αφού από το 1960 τη συγκοινωνία εξυπηρετεί καινούργια γέφυρα που φτιάχτηκε στη θέση «Παλαιογεφύρια».
Κάποιοι τολμηροί κολυμπάνε στα κρύα και ορμητικά νερά του ποταμού, ενώ οι υπόλοιποι αρκούμαστε να δροσιστούμε βρέχοντας τα πόδια μας.
Αφού περάσουν οι ώρες της μεγάλης ζέστας, επιστρέφουμε στο δρόμο για Βουργαρέλι. Ανεβαίνουμε τα Τζουμέρκα περνώντας όμορφα χωριά πνιγμένα στο πράσινο: Λιβάδι, Ντάρα, Κυψέλη, Άγιος Γεώργιος. Μερικές σύντομες στάσεις για καφέ και νερό και νωρίς το βράδυ της Κυριακής βρισκόμαστε πίσω στη βάση μας, όπου ανανεώνουμε το ραντεβού μας για την επόμενη εξόρμηση.